Τον κόσμο έτσι όπως τον καταντήσατε
σας τον χαρίζω.
Δικά σας, όλα δικά σας, τα θέλετε.
Να δω τι θα έχετε να πείτε
την ώρα της μεγάλης κρίσεως
που έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα,
που όλοι την βλέπετε,
που όλοι την ακούτε,
που όλοι την αφουγκράζεστε.
Τότε που το πανέμορφο σπίτι
που σας χάρισαν
για να το διαχειριστείτε,
θα φλέγεται.
Τότε που τα ανίερα βήματα σας
θα ανήκουν στο παρελθόν
και οι μάσκες θα πέσουν.
Οι καλοθρεμμένες,
επιφανείς,
ένδοξες,
ευγενικές,
ροδοκόκκινες σάρκες σας
θα έχουν σαπίσει
και μια αποπνικτική,
αιχμηρή μυρωδιά,
μια μαύρη σκόνη,
ένας πόνος,
ένας θρήνος,
ένας απόλυτος θάνατος
θα είναι το πεπρωμένο σας..
Ανέραστοι,
να δω που θα κρύψετε
το δραστήριο πέος σας
που πηδάει και μετά κατουράει
αδάκρυτα τα μνήματα
και τα μνημεία της ανθρωπότητας;
Άθλιοι κομπογιαννίτες,
καλλιεργητές της συμφοράς,
του πόνου και του θανάτου,
να ακούσω
τους φανφαρονικούς κομπασμούς σας
όταν οι σαλπιγκτές της Ιεριχούς
δεν θα έχουν αφήσει
ούτε ένα κολυμπηθρόξυλο όρθιο
εκτός από μαύρα φέρετρα,
χασματικά βάθη,
δυσοίωνα σκοτάδια
κι άστρα και ήλιους και κομήτες
γεμάτους πύον, αρρώστιες, δάκρυα
και έργα και γέλια
μόνον τρελών και δολοφόνων.
Ηλίθιοι και μικρότατοι ασπάλακες,
τυφλά μορμολύκεια,
γκρεμίζετε κάθε μέρα
κι έναν πυλώνα από αυτούς
που σας στέλνουν το φως της ζωής,
κόβετε τους κορμούς που σας γεφυρώνουν
με τους ανασασμούς της ελπίδας,
δηλητηριάζετε το χώμα,
το νερό,
τον αέρα του αύριο.
Διατυμπανίζεται
τη δήθεν νοητική σας ιδιαιτερότητα,
προσπαθώντας
να υποτάξετε τους φυσικούς νόμους
και τα όντα του πλανήτη
χωρίς να τα έχετε βρει
ακόμη με τον εαυτό σας..
Το καταραμένο εγώ σας
κτηνόδικα παρασύρεται
από εδώ κι από εκεί,
ξεμασκαλίζοντας,
ξεκρεμώντας,
ξεβιδώνοντας
το πλατό
όπου παίζουν το παιχνίδι της ζωής
οι τέσσερις άνεμοι,
του βορά,
του νότου,
της δύσης
και της ανατολής.
Ξεκουμπιστείτε λοιπόν
στην κόλαση της τρέλας των οριζόντων
εκεί που το ένα
δεν είναι μόνον ένα αλλά πολλά.
Εκεί όπου ο άνθρωπος
δεν είναι ο μοναχικός ταξιδιώτης
αλλά ο κατάδικος της σάρκας του.
Το μυαλό σας
δεν θα παράγει πλέον ιδέες
αλλά θα είναι νοθευμένο,
έρμαιο της παραισθητικής,
οινοπνευματόδικης
και συφιλητικής πραγματικότητας
που επιζητάτε.
Πάμε λοιπόν παραπαίουσες,
παραπλέουσες
και παραπετούσες
οπτασίες ,
στον παράδεισο της λεγεώνας
των αχάριστων κοπριτών.
Καμαρώστε το σαρκίο σας,
καβάλα στον βλοσυρό πάσσαλο του καλαμιού
που χαράζει την έρημο της απληστίας σας.
Καλπάστε
κρατώντας το μαστίγιο
της εξουσίας του όχλου
ξεβράκωτες πόρνες
και φυλακισμένες κροτίδες.
Άντε να ξανακρεμάσουμε τον Σταυρωμένο.
Κι άλλο κώνειο -ματωμένοι ιστοί
και σάπια κόκαλα- στο Σωκράτη.
Γαμήστε χολιγουντιανές αδερφές
και νταβατζήδες
τον Μέγα Αλέξανδρο
μερικές χιλιετηρίδες μετά
αφού δεν σας βρήκε τότε που έπρεπε
–τότε που έκοβε τον γόρδιο δεσμό
με την ανθρώπινη υπόσταση-
ώστε να σας αποδείξει τον ανδρισμό του.
Γεμίστε τις θάλασσες,
τα βουνά
και τις ερήμους
με ραδιενεργά απόβλητα.
Γεμίστε με σπυριά τις σάρκες,
των ανώνυμων ηρώων
που καταπάτησαν το εγώ τους αδιαμαρτύρητα
και πάτησαν ευλαβικά τον τόπο ετούτο
φωνάζοντας στον δημιουργό τους,
όλο χαρά κι ευτυχία
ένα δειλινό
πάνω σε μια βάρκα στο Αιγαίο Πέλαγος:
‘Σ’ ευχαριστώ θεέ μου
για όση ευτυχία μου χάρισες
σ’ αυτόν τον παράδεισο
που μ' έφερες να κατοικήσω’.
Τεμαχισμένοι σε εκατοντάδες μικρές
και μεγάλες αδικίες ήσασταν και είσαστε.
Κοράκια με γαμψά νύχια,
παρασυρθήκατε από τις μύγες
και τα σκουλήκια
που λαίμαργα ακολουθήσατε,
κλαψουρίστε τώρα με κροκοδείλια δάκρυα
στην απομόνωση των ιδεών σας.
Φυλακισμένοι
σε ένα συγκεκριμένο χρόνο και τόπο είσαστε.
Τα αυτοκίνητα,
τα τρένα,
τα πλοία,
τα αεροπλάνα,
τα διαστημόπλοια,
δεν μπορούν να σας μετακινήσουν
ούτε ένα χιλιοστό
έξω από το ανεξέλεγκτο
και εχθρικό σας εγώ.
Σας υπέταξε
με την μεγαλύτερη μαγκιά σ’ αυτόν τον κόσμο
ένα και μόνον κίβδηλο νόμισμα
και σας κλείδωσε στο νομισματοκοπείο
και στο χρηματιστήριο του.
Χα, χα, χα..
Αποτυχημένοι πήλινοι κουμπαράδες,
κοπρίτες,
λαμόγια και θεοπαίκτες,
σας κολακεύει να πιστεύετε
ότι κατάγεστε από έναν πίθηκο
που ήρθε από το πουθενά.
Χα, χα, χα.
Μοιάζετε με αυτόν που έχασε
το νήμα του Μινωικού λαβύρινθου
και αφού ξεκοκάλισε τις σαρανταποδαρούσες,
τα σκαθάρια και τους βατράχους,
αποφάσισε να συντηρηθεί για λίγο
τρώγοντας τις σάρκες του.
Χα, χα, χα.
Φάτε τες παλιομαλάκες
αλλά συμμέτοχό σας δεν θα με κάνετε…
πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου