Είναι και οι δύο 26 ετών. Ανήκουν στην ίδια φυλή και μένουν στον μαχαλά των Τσιγγάνων στο Μενίδι. Ενα ρέμα όμως χωρίζει τις ζωές του Χρυσοβαλάντη και του Νίκου. Στη δυτική όχθη δεκάδες οικογένειες φυτοζωούν σε ετοιμόρροπες παράγκες, ενώ απέναντι ορθώνονται τα... παλάτια των λίγων που ζουν λες και τα υλικά αγαθά θα τους ανοίξουν τις πόρτες στον κόσμο των μπαλαμών.
O Νίκος Μουκάνης είναι ο ξεναγός μου. Φοράει αθλητικά ρούχα και κρύβει τα μάτια του πίσω από γυαλιά Ρrada. «Είναι αυθεντικά», ξεκαθαρίζει. «Οχι σαν τις απομιμήσεις για τις οποίες είναι ονομαστοί οι Τσιγγάνοι της Αγίας Βαρβάρας». Παρκάρει την γκρίζα Μερσεντές δίπλα σε απομεινάρια πρόσφατης φωτιάς. Δεκάδες ξυπόλητα παιδιά παίζουν σε λασπόνερα, δίπλα στη βάση ενός πυλώνα της ΔΕΗ. Είμαστε στο Μενίδι Αττικής, στη συνοικία των αντιθέσεων, για να συναντήσουμε Τσιγγάνους που έχουν αφομοιωθεί από την τοπική κοινωνία και άλλους που ζουν στη σκιά των γειτόνων τους.
Ελληνες πολίτες.
Από τον περασμένο Ιανουάριο μέχρι και τον Αύγουστο ο Νικολά Σαρκοζί είχε απελάσει πάνω από 8.000 Ρομά από τη Γαλλία με πρόσχημα την επαιτεία και την εγκληματικότητα, για τις οποίες κατηγορούν τη φυλή τους. Παρότι πολίτες χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι Ρομά είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στις πατρίδες τους, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, καθώς είχαν «αποτύχει να ενσωματωθούν στον γαλλικό τρόπο ζωής». Οι Τσιγγάνοι στο Μενίδι είναι έλληνες πολίτες. Πολλοί βρίσκονται στην περιοχή εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο η ενσωμάτωσή τους γίνεται αργά και συχνά με λάθος τρόπους.
26 ετών- 4 παιδιά. Ο αέρας μυρίζει καμένο πλαστικό στο Μενίδι. Εκεί λειώνουν οι Τσιγγάνοι τα καλώδια για να συλλέξουν τον χαλκό. Στη διπλανή μάντρα έχουν στοιβάξει παλιά πλυντήρια και ψυγεία για να τα απογυμνώσουν από τα μέταλλα. Συχνά δουλεύουν μέχρι και τις τρεις τα ξημερώματα ξυπνώντας τη γειτονιά με τους θορύβους. Ενας τόνος παλιοσίδερα τους εξασφαλίζει 80 ευρώ. Ο Χρυσοβαλάντης Πα παδημητρίου όμως λέει ότι δύσκολα βρίσκει τόση ποσότητα. Είναι ξερακιανός, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Η σκουριά έχει βάψει τις παλάμες του. Είκοσι έξι ετών, με τέσσερα παιδιά. «Πήγα μέχρι την Γ΄ Δημοτικού. Και τι έμαθα; Μετά βοηθούσα τον πατέρα μου στα σίδερα», λέει. «Αν σου έλεγε κάποιος να κλέψεις για να ταΐσεις την οικογένειά σου, θα το έκανες;», τον ρωτάει ο Νίκος Μουκάνης. «Αφού δεν έχουμε να φάμε... Θα το έκανα», απαντά. Ο Νίκος Μουκάνης βλέπει την παράγκα του κ. Παπαδημητρίου από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Ενα ρέμα είναι ανάμεσά τους. Ο Μαρίνος Μουκάνης, ο πατέρας του Νίκου, είναι έμπορος επαγγελματικών αυτοκινήτων και αντιδήμαρχος Αχαρνών. «Ο μοναδικός Τσιγγάνος αντιδήμαρχος στην Ελλάδα», λέει με καμάρι όταν τον συναντώ στο λιτό γραφείο του. «Καταγόμαστε από τζάκι. Ο παππούς μου ήταν από τους πλουσιότερους Τσιγγάνους, έμπορος ζώων. Σήμερα 80% της πελατείας μου είναι Τσιγγάνοι», λέει. Θυμάται ότι στο σχολείο πολλοί συμμαθητές του «δεν ήθελαν να κάτσουν δίπλα στον Γύφτο». Τώρα πια θεωρεί ότι έχει αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία. «Μου αρέσει να λέω ότι είμαι Τσιγγάνος. Δεν πιστεύω ότι οι λέξεις Γύφτος ή Ρομ είναι προσβλητικές. Και νομίζω ότι δεν ζω διαφορετικά από τους γύρω μου».
Θυμίζει ανάκτορο. Πίσω στο Μενίδι ο Νίκος Μουκάνης ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του. Ο γύψινος διάκοσμος στο ταβάνι θυμίζει ανάκτορο. Μια επίπεδη τηλεόραση είναι καδραρισμένη στον τοίχο, δίπλα της δύο ξύλινοι θρόνοι με προτομές λεόντων στα μπράτσα. Οι κουρτίνες έχουν χρυσή μπορντούρα, ενώ στο σαλονάκι με τους επίχρυσους καναπέδες έχουν βάλει σε ένα βάζο ουρές παγωνιών, αντί για λουλούδια. Το κρεβάτι δεν υστερεί σε λάμψη. Εχει ουρανό που στηρίζεται με κίονες ιωνικού ρυθμού. «Από τους περαστικούς οι μισοί σταματούν για να κοιτάξουν το σπίτι και οι άλλοι μισοί δεν αντιδρούν γιατί το έχουν δει», λέει ο Νίκος Μουκάνης.
Παρά τις διαφορές τους, η ραχοκοκαλιά της ταυτότητας του Νίκου και του Χρυσοβαλάντη παραμένει η ίδια. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά μικροί. Ασχολήθηκαν με την οικογενειακή επιχείρηση. Και πιστεύουν ότι η Πολιτεία πρέπει να στηρίξει τους Τσιγγάνους, να μη δίνουν κλήσεις όταν οδηγούν χωρίς δίπλωμα ή να τους επιτρέπουν να συλλέγουν παλιοσίδερα. Ακόμα και γι΄ αυτούς που διακινούν ναρκωτικά έχουν ελαφρυντικά. «Είναι θέμα μόρφωσης», λέει ο Νίκος. «Του Τσιγγάνου όπως του τραγουδήσεις θα χορέψει».
Η κρυφή καταγωγή. Στη Δυτική Αττική, όχι πολύ μακριά από τις παράγκες και τα πλουσιόσπιτα του Μενιδίου, ζει εδώ και χρόνια κάποιος που τραγουδά στον δικό του σκοπό. Μου τον σύστησαν ως Τσιγγάνο οδοντοτεχνίτη. Ιδιαίτερα επιτυχημένος και ενσωματωμένος στην τοπική κοινωνία, ο κ. Παναγιώτης δεν θέλει να τον αποκαλούν Τσιγγάνο. Λέει ότι είναι Ρουμανόβλαχος. Η φυλή του μοιάζει με των Τσιγγάνων στον νομαδικό τρόπο ζωής και τα επαγγέλματα, αλλά μιλάει διαφορετική γλώσσα. Ξεκαθαρίζει πάντως πως όποτε η Πολιτεία δίνει δάνεια στους Ρομά πολλοί ομόφυλοί του εμφανίζονται ως Τσιγγάνοι για να εισπράξουν την κρατική ενίσχυση. Τον συναντώ στο εργαστήριό του. Είναι 48 ετών, με αραιά μαλλιά και γεμάτο πρόσωπο. Ζητάει να μη δημοσιεύσω το επώνυμό του. «Τράβηξα πολλά για να περάσω στην αντίπερα όχθη», λέει. Εδώ και χρόνια ζει διπλή ζωή. Μόνο στη γυναίκα του έχει μιλήσει για την καταγωγή του - τέσσερις μήνες μετά τη γνωριμία τους. Φοβάται ότι αν φανερώσει το μυστικό του θα χάσει τη μισή πελατεία του και τα παιδιά του θα τα βλέπουν αλλιώς στο σχολείο.
Ο κ. Παναγιώτης μεγάλωσε σε ένα χωριό της Κεντρικής Μακεδονίας. Μέχρι σήμερα οι ντόπιοι αποκαλούν τη συνοικία του τα Γύφτικα. Αφού μετανάστευσε για λίγα χρόνια με την οικογένειά του στη Γερμανία, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. «Προσέχετε να μη μας καταλάβουν», έλεγε ο πατέρας του στα πέντε αδέλφια του. Το είχε άγχος να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή. «Είχαμε όμως τύχη. Είμαστε πιο ανοιχτόχρωμοι από τους ομοφύλους μας», λέει.
«Για να σπουδάσω». Ο πατέρας του είχε τελειώσει μόνο την Α΄ Δημοτικού, αλλά ο κ. Παναγιώτης αγάπησε τα γράμματα. «Με κέρδισε το ρητό του Μεγάλου Αλεξάνδρου: “Στους γονείς μου οφείλω το ζην και στους δασκάλους μου το ευ ζην”». Παράλληλα με το σχολείο δούλευε «το κουτί». Γέμιζε ένα κουτί από συσκευασία πουκάμισου με τσίχλες, χτένες και χαρτομάντιλα και πήγαινε στην Ομόνοια και την Αθηνάς. «Τότε όλοι έλεγαν το παραμύθι ότι έχουν κάποιον βαριά άρρωστο στην οικογένεια. Εγώ έλεγα: “Δώστε μου λεφτά για να σπουδάσω”». Σε ένα τρίωρο έβγαζε 1.000 δραχμές το 1974, όταν το μεροκάματο ήταν 300 δραχμές. Ηθελε να γίνει γιατρός, αλλά απέτυχε στις εξετάσεις. Με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει κάνοντας διάφορες δουλειές από πορτιέρης μέχρι καθαριστής, φοίτησε σε ιδιωτική σχολή και έγινε οδοντοτεχνίτης. Σήμερα έχει πελάτες από όλη την Ελλάδα και τη Γερμανία.
«Δυστυχώς, οι περισσότεροι Τσιγγάνοι γεννιούνται με το να ζητάνε. Εχουν μάθει να απλώνουν το χέρι. Δεν έχουν τη μόρφωση να σεβαστούν την προσωπικότητά τους», λέει. Ονειρό του είναι να δημιουργήσει ένα ίδρυμα υποτροφιών που θα δίνει οικονομικά κίνητρα στους Τσιγγάνους ή σε άλλες μειονότητες για να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. «Αν τους “αναγκάσουμε” να τελειώσουν το λύκειο θα έχουμε κερδίσει το στοίχημα», λέει.
Οι φωτογραφίες. Η μόρφωση είναι ο βασικός τρόπος για να επιτευχθεί ενσωμάτωση των Τσιγγάνων, σύμφωνα με την ψυχολόγο Ζωή Σούρδη που είναι υπεύθυνη στο κέντρο ημέρας Ζεφυρίου της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης Κλίμακα. «Οταν ξεκινούσα εδώ το ΄95 τα παιδιά δεν ήξεραν ότι υπάρχει γιορτή της μητέρας. Δεν είχαν ακούσει ποτέ το παραμύθι για τα τρία γουρουνάκια. Σήμερα μπορεί ακόμα να τους λείπουν τα παιδικά κρεβάτια ή τα γραφεία, αλλά δεν θέλουν να είναι στο περιθώριο. Πηγαίνουμε μαζί τους στο Πλανητάριο, στον ζωολογικό κήπο. Πρόσφατα με τα παιδιά του Ζεφυρίου ακούσαμε τον Μπρέγκοβιτς στο Ηρώδειο».
Η μόρφωση όμως δεν είναι δεδομένη στο σπίτι του Μιχάλη Δημόπουλου. Προέχει η επιβίωση. Ο κ. Δημόπουλος μένει σε μια γειτονιά του Μενιδίου, μακριά από τους καταυλισμούς. Το αφιλόξενο δυάρι του στεγάζει 20 ανθρώπους, τα περισσότερα παιδιά.
Στην είσοδο είναι πεταμένα ξεροκόμματα. Στα παράθυρα δεν υπάρχουν τζάμια. Εσπασαν στο σεισμό του ΄99.
Χαλιά αντί τζάμια. Οταν πιάσουν τα κρύα ο κ. Δημόπουλος θα καρφώσει στη θέση τους χαλιά. «Δούλευα στην οικοδομή με ένσημα. Εδώ και τέσσερα χρόνια όμως είμαι άνεργος. Κατάφερα να φύγω από την παράγκα με δάνειο της Εργατικής Εστίας. Τώρα όμως δεν έχω νερό», λέει και ζητά να φωτογραφίσω το σπίτι του, «μήπως και γίνει κάτι».
Εξω από το σπίτι του Μαρίνου Μουκάνη ο μικρότερος γιος του, ο 23χρονος Χάρης διψάει για μια φωτογραφία. «Το έβγαλες αυτό; Δείξε και τον κήπο με τα σιντριβάνια», λέει. Λίγο μακρύτερα ο κ. Παναγιώτης ζητάει να φωτογραφηθεί χωρίς να δείχνει το πρόσωπό του. «Πολλές φορές οι Τσιγγάνοι μού θυμίζουν τη φυλή των μαύρων. Υπέφεραν τα πάνδεινα και αν επιτύχουν κάτι στολίζονται με χρυσές αλυσίδες και πολυτελή ρούχα. Σαν να λένε: “Ποιος νομίζεις ότι είσαι εσύ, λευκέ; Κοίταξέ με τώρα”. Αυτό δεν θα το έλεγα ενσωμάτωση».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου