Και Αγανακτήσαμε.
Ναι ρε. Αγανακτήσαμε.
Πήραμε την αγανάκτησή μας, πήραμε και το εθνικό μας σύμβολο, και πήγαμε Σύνταγμα.
Οι πιο γενναίοι, φιλήσαμε τους δικούς μας και τους αποχαιρετήσαμε άγνωστο για πόσο, στήσαμε σκηνές στην πλατεία δίπλα στο συντριβάνι, και ξαναδοκιμάσαμε αυτό πού οι προγονοί μας εφάρμοζαν
Την Άμεση Δημοκρατία.
Φέραμε την Πνύκα στο Σύνταγμα.
Και οι λιγότεροι γενναίοι αλλά αγανακτισμένοι, μαζευόμαστε κάθε απόγευμα, μπροστά από την Βουλή.
Χτυπάμε κατσαρόλες, ξέρετε, όπως Αργεντινή,
μουντζώνουμε, όπως Ελλάδα,
φωνάζουμε συνθήματα πού τα ακούμε από δίπλα και μας παρασέρνουν,
κρατώντας τον φραπέ η/ το φρέντο στο ένα χέρι
και χρησιμοποιούμε το άλλο για να συμμετέχουμε στην γιορτή της έκφρασης της αγανάκτησής μας.
Και πού είναι το κακό;; Θα πει κάποιος.
Πουθενά.
Ίσα – ίσα πού όλο αυτό δημιουργεί μια αφύπνιση,
- πού ο Μεγαλοδύναμος να δώσει, και να οδηγήσει κάπου, ότι και αν είναι αυτό.-
Ίσα – ίσα πού ενεργοποιεί τούς Πολίτες αυτής τής έρμης χώρας.
Ίσα – ίσα πού δείχνει σε κάποια τομάρια μέσα στον Ναό τής Δημοκρατίας( αν όχι σε όλα ), πώς τον Ναό αυτόν
δεν αντέχουμε πια να τον βλέπουμε
απέξω μοντέλο και από μέσα μπουρδέλο.
Δεν αντέχουμε να βλέπουμε αυτόν τον Ναό
να μετατρέπεται σε χρηματιστήριο ψυχών,
ακόμα και πριν γεννηθούν και πάρουν την πρώτη τους ανάσα.
Δεν αντέχουμε να βλέπουμε να παίζουν τα ζατρίκια πουλώντας τα ιμάτιά μας, ενώ το αίμα μας είναι ακόμα ζεστό, και ακούγεται ακόμα η αναπνοή μας.
Δεν αντέχουμε να κάνουν πώς όλα για το καλό μας γίνονται,
αλλά καλοσύνη μόνο εμείς δεν βλέπουμε.
Και πόοοοσαα ακόμα ΄΄ Ίσα- ίσα΄΄, και ΄΄Δεν αντέχουμε΄΄.
Αλλά ξεχάσαμε μέσα στην πλημμύρα τής αγανάκτησής μας, να σταθούμε - πριν μουντζώσουμε κανένα, πριν πούμε κάποιον αλήτη, πριν τον κατηγορήσουμε για εκμεταλλευτή, ( προς Θεού, όχι πώς δεν είναι ),
να σταθούμε με ειλικρίνεια και περισσό θάρρος απέναντι στον εαυτό μας, και να τον ρωτήσουμε,
Πώς ρε παιδί μου αγανάκτησα έτσι ξαφνικά;;;
Δηλαδή δεν αγανακτούσα πριν (;)
όταν στον τόπο μου
έβλεπα και βλέπω λακκούβες στον δρόμο,
πεζοδρόμια ανύπαρκτα,
χωματερές πού ξεφυτρώνανε και ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια δίπλα από σπίτια και δρόμους,
οικόπεδα πού τα χορτάρια προσφέρουν κάλυψη ακόμα και σε καμηλοπαρδάλεις,
τον αλήτη τον γείτονα πού πετά τα σκουπίδια του δίπλα στον κάδο και όχι μέσα,
τον βρωμιάρη πού αδειάζει τον βόθρο του στον δρόμο όταν βρέχει, και στο δίπλα οικόπεδο το καλοκαίρι;;
Δεν αγανακτούσα(;)
όταν έβλεπα τον απάνθρωπο να πετάει σκυλιά και γατιά στον τενεκέ,
όταν τα πετάγανε στους δρόμους γιατί μεγαλώσανε και πάψανε να μοιάζουν με παιχνίδι,
όταν γέμιζαν οι δρόμοι από φολιασμένα ζώα, και εγώ απλώς τα έριχνα με το δανεικό μου φτυάρι στην πόρτα του γείτονα;;
Δεν αγανακτούσα (;),
όταν αποφάσιζαν όλοι αυτοί πού ζητούσαν την ψήφο μου στις Δημοτικές εκλογές, και μοιράζανε έντοκες υποσχέσεις,
εισηγήσεις πού με καταστρέφανε οικονομικά και κοινωνικά, παρόλο πού άλλα είχαν υποσχεθεί;;
Δεν αγανακτούσα (;)
όταν οι τραμπούκοι χτυπάγανε και απειλούσαν ,
χτίζανε παράνομα και τώρα φωνάζουν για τα πρόστιμα, καλυπτόμενοι από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα και Δήμαρχο;;
Δεν αγανακτούσα ρε γαμώτο (;),
όταν στήνανε μαγαζάκια πελατειακά, προκειμένου να εξασφαλίσουν άλλη μια τετραετία;;
Δεν αγανακτούσα ο (;)
όταν έβλεπα συμφωνίες κάτω από το τραπέζι, μεταξύ Δημοτικών παρατάξεων,
και ξεδιάντροπα δεκανίκια του συστήματος γενικότερα ;;
Δεν αγανακτούσα (;) με τον εαυτό μου,
πού ποτέ δεν πήγα να δώ ένα Δημοτικό συμβούλιο και να δηλώσω την αγανάκτησή μου;;
Δεν αγανακτούσα (;) που έβλεπα
αμέτοχους ΄΄επαναστάτες ΄΄ να το παίζουν και μπροστάρηδες της αγανάκτησης ;;
Και πόσα άλλα και άλλα ΄΄Δεν αγανακτούσα (;)΄΄.
Αλλά για να κλείσουμε τον κύκλο
και να επαναφέρουμε το ίχνος της γραφίδας, από κει πού ξεκίνησε, θα πω:
Πού ήμουν;;;
Μου ήταν αδιάφορα.
Μου ήταν μικρά.
Και αν θέλετε, ίσως και να με ψιλοενοχλούσαν.
Αλλά δεν ήθελα να εκτεθώ, δεν ήθελα να ασχοληθώ, δεν ήθελα να με πούν γραφικό.
Οι έννοιες μου ήταν αλλού.
Δεν πίστευα ότι όλα αυτά πού ξεκινούσαν από μένα, θα κατέληγαν στο τσουνάμι της αγανάκτησης έξω από τον Ναό, πού πιθανόν να βρίσκομαι και εγώ.
Λέω πιθανόν.
Που να περάσει από το μυαλό μου, πώς
για να ζητάω πρέπει να δώσω.
Πού να πιστέψω πώς αυτό πού μουντζώνω,
εγώ το έγλυψα, εγώ το σάλιωσα, εγώ το παρακάλεσα, εγώ το πλήρωσα, εγώ το ψήφισα,
ΕΓΩ ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΑ.
Που να καταλάβω ο Αγανακτισμένος,
πώς αυτό πού μουντζώνω και βρίζω, είναι ο καθρέφτης μου.
Που να σκεφτώ πώς
δεν μπορώ να ζητάω λογική και ανθρωπιά όταν
εγώ είμαι άλογος και απάνθρωπος
Που να σκεφτώ πώς
αν δεν αλλάξω ΠΡΩΤΑ ΕΓΩ,
ΔΕΝ ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ να θέλω
να αλλάξω ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ.
Πρώτα ΕΜΕΝΑ εαυτέ μου.
Πρώτα ΕΜΕΝΑ.
ΠΡΟΔΡΟΜΙΔΗΣ ΦΩΤΗΣ
Αυτό το άρθρο προέρχεται από: - ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ- (AEKAO) http://aekao.blogspot.com/#ixzz1OulKi7WP
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου